- βουχανδής
- βουχανδής, -ές (Α)(για λέβητα) αυτός που χωράει ένα ολόκληρο βόδι.[ΕΤΥΜΟΛ. < βους + -χανδής < χανδάνω «χωράω, περιλαμβάνω»].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
βουχανδής — holding an ox masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βουχανδέα — βουχανδής holding an ox neut nom/voc/acc pl (epic ionic) βουχανδής holding an ox masc/fem acc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βους — ο (AM βοῡς, ο, Α και βοῡς, η) βόδι (ταύρος, αγελάδα ή μοσχάρι) (αρχ. μσν.) φρ. «βοῡς ἐπὶ γλώσσῃ βέβηκε», «βοῡς ἐπὶ γλώσσης ἐπιβαίνει», «βοῡν ἐπὶ τῆς γλώττης ἔχω» βουθαίνομαι, δεν αποκαλύπτω αυτά που γνωρίζω αρχ. βοῡς, η 1. δέρμα βοδιού, ασπίδα 2 … Dictionary of Greek